ωφελήσιμος

ωφελήσιμος
-ον, Α
ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ήσιμος (πρβλ. βοηθ-ήσιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὠφελήσιμον — ὠφελήσιμος useful masc/fem acc sg ὠφελήσιμος useful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελήσιμα — ὠφελήσιμος useful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠφελήσιμοι — ὠφελήσιμος useful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”